Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τηλεφωνική επικοινωνία

См. также в других словарях:

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεση — η / σύνδεσις, έσεως, ΝΜΑ [συνδέω] η ενέργεια τού συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση νεοελλ. 1. συγκράτηση, συνοχή 2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγή — η (Α μεταγωγή) [μετάγω] μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση νεοελλ. 1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές 2. το σύνολο τών χειρισμών που… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοδέσμη — η, Ν (ραδιοηλ.) δέσμη ραδιοκυμάτων η οποία διαδίδεται στον χώρο ακολουθώντας ορισμένη διεύθυνση και χρησιμοποιείται στις επικοινωνίες και, ιδίως, στην υπεραστική και διεθνή τηλεφωνική επικοινωνία, αλλ. ραδιοηλεκτρική δέσμη …   Dictionary of Greek

  • ραδιοσυχνότητα — Περιοχή συχνοτήτων εναλλασσόμενων ρευμάτων ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που εκτείνεται περίπου μεταξύ 10 χιλιοκύκλων (K cs Vs ή kHz) και 100.000 μεγακύκλων (Mc/s ή MHz), δηλαδή από τα μακρά έως τα χιλιοστομετρικά κύματα. Τα εναλλασσόμενα ρεύματα ρ …   Dictionary of Greek

  • αποκατασταίνω — ησα, άθηκα, στημένος 1. ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση: Αποκαταστάθηκε η τηλεφωνική επικοινωνία με τη σεισμόπληκτη περιοχή. 2. εξασφαλίζω κάποιον οικονομικά ή τον τακτοποιώ με το γάμο: Αποκατάστησε καλά τους γιους και τις κόρες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… …   Dictionary of Greek

  • Ίντερνετ — (Internet). Παγκόσμιο δίκτυο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και δικτύων υπολογιστών. Ενώνει υπολογιστές και δίκτυα που είναι εγκατεστημένα σε πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, επιχειρήσεις, νοσοκομεία, κρατικούς οργανισμούς, ερευνητικά ινστιτούτα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»